- καταράσσω
- καταράσσω (AM, Α αττ. τ. καταράττω)μσν.αράζωαρχ.1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.)2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ' εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.)3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ βουλεύματα», Λουκιαν.)4. πέφτω με το κεφάλι5. (για νερό) πέφτω ή ρέω ορμητικά («πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ ποταμός», Πολ.)6. υποφέρω από διάρροια7. φρ. (για θαλάσσια πτηνά) «καταράσσω ἐμαυτόν» — κατέρχομαι με το κεφάλι προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούομαι». Ήδη στους αρχαίους χρόνους δημιουργήθηκε σύγχυση μεταξύ τού κατ-αράσσω και τού κατα-ρράσσω (< κατ(α)-* + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω», βλ. λ.). 'Ετσι δημιουργήθηκαν οι γραφές τών παρ. και τών σύνθ. τού κατα-ρράσσω με ένα αντί με δύο -ρ- (πρβλ. καταράκτης αντί τού ορθτ. καταρράκτης). Η ετυμολογική συγγένεια τού ἀράσσω με το ῥάσσω, που έχει επίσης υποστηριχθεί, προσκρούει σε φωνητικά προβλήματα].
Dictionary of Greek. 2013.